Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κακαδιάζω — [κάκαδο] (για τραύματα) σχηματίζω κάκαδο, σχηματίζω, εσχάρα … Dictionary of Greek